βαμβακοκάρυο

βαμβακοκάρυο
το
το καρύδι του μπαμπακιού, το οποίο περιέχει τις ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ (-άκι) + κάρυο. Ηλ., στον λόγιο τ. βαμβακοκάρυον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • μπαμπακοκάρυδο — το το βαμβακοκάρυο, η κάψα, ο καρπός τού βαμβακιού προτού ωριμάσει πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαμπάκι + καρύδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”